-
1 μεταξύ
μεταξύ (vgl. μετά, μέσος), zwischen, dazwischen; μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεα, sehr viele Berge liegen dazwischen, Il. 1, 156; H. h. Merc. 159; μεταξὺ δ' ἀλκὰ δι' ὀλίγου τείνει πύργος, Aesch. Spt. 762; τὰ δὲ μεταξὺ τούτων μηδαμῶς γίγνου κακός, Soph. O. C. 292, inzwischen, bis dahin; so c. gen. auch Eur., ξίφους μεταξὺ καὶ πυρᾶς Ἀχιλλέως, Hec. 437, wie Her. σκευὴν μεταξὺ ἔχουσι πεποιημένην τῆς τε Περσικῆς καὶ τῆς Πακτυϊκῆς, 7, 85; μεταξὺ τούτων γιγνόμενον, dazwischen kommen, Plat. Parm. 152 c; auch vollständiger, μεταξὺ τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὄν, Rep. IX, 583 c; mit dem Artikel, αἱ μεταξὺ τῶν λόγων διηγήσεις, Theaet. 143 c, wie ὁ μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ ϑανάτου χρόνος, die dazwischenliegende, die Zwischenzeit, Phaed. 58 c; vgl. ὑφ' ἡμῶν τῶν μεταξὺ ὄντων τοῦ κακοῦ τε καὶ ἀγαϑοῠ, Lys. 220 d; ἐν τῷ μεταξύ, in dem Zwischenraume, Thuc. 4, 25; – μεταξὺ τὸν λόγον καταλύειν, in der Mitte die Rede abbrechen, Plat. Gorg. 505 c. – Mit dem partic. = während, μεταξὺ ὀρύσσων, während er grub, mitten im Graben, Her. 2, 158; πολλαχοῦ δή με ἐπέσχε λέγοντα μεταξύ, Plat. Apol. 40 b, während ich sprach, vgl. Phaedr. 234 d, öfter; μεταξὺ λέγων ἐνεϑυμήϑην, Dem. 24, 122; Sp., wie λουόμενος μεταξύ, während des Badens, Luc. Nigr. 13; – μεταξὺ ὑπολαβών, sc. λέγοντος, dazwischen das Wort nehmend, unterbrechend, Xen. An. 3, 1, 27; μεταξὺ τῶν λόγων, à propos, Plat. Phaedr. 230 a; Apollod. Gel. bei Poll. 10, 93. – Auch bei Sp., τὸ μεταξὺ διάστημα ϑερινῶν ἀνατολῶν καὶ μεσημβρίας, Pol. 3, 37, 4; ἔτι μεταξὺ αὐτοῠ λέγοντος, 15, 23, 4, während er noch redete, wie Luc. Cont. 6 u. a. Sp.; vgl. Jacobs zu Achill. Tat. p. 891.
-
2 μεταξύ
μεταξύ, zwischen, dazwischen; μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεα, sehr viele Berge liegen dazwischen; τὰ δὲ μεταξὺ τούτων μηδαμῶς γίγνου κακός, inzwischen, bis dahin; μεταξὺ τούτων γιγνόμενον, dazwischen kommen; ὁ μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ ϑανάτου χρόνος, die dazwischenliegende, die Zwischenzeit; ἐν τῷ μεταξύ, in dem Zwischenraume; μεταξὺ τὸν λόγον καταλύειν, in der Mitte die Rede abbrechen. Mit dem partic. = während, μεταξὺ ὀρύσσων, während er grub, mitten im Graben; λουόμενος μεταξύ, während des Badens; μεταξὺ ὑπολαβών, sc. λέγοντος, dazwischen das Wort nehmend, unterbrechend; μεταξὺ τῶν λόγων, à propos; ἔτι μεταξὺ αὐτοῠ λέγοντος, während er noch redete
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek